Μια αποικία απόκτησα στον ουρανό. Τις αφέγγαρες νύχτες μπορώ καθαρά να δω τη λάμψη της. Την ποτίζω συχνά –πόσο στοιχίζουν άλλωστε τα δάκρυα;– κεράκια στο χώμα ανάβω το Σάββατο των ψυχών τον φόβο να διώχνω μακριά.
Χ Ι Ο Ν Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Α Μ Α Τ Ι Α Μ Ο Υ
Χιονίζει στα μάτια μου κουρτίνες με πείσμα αρχέγονο ξύνω το πιάτο του ορίζοντα.
Μια αποικία απόκτησα στον ουρανό. Τις αφέγγαρες νύχτες μπορώ καθαρά να δω τη λάμψη της. Την ποτίζω συχνά –πόσο στοιχίζουν άλλωστε τα δάκρυα;– κεράκια στο χώμα ανάβω το Σάββατο των ψυχών τον φόβο να διώχνω μακριά.
Χ Ι Ο Ν Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Α Μ Α Τ Ι Α Μ Ο Υ
Χιονίζει στα μάτια μου κουρτίνες με πείσμα αρχέγονο ξύνω το πιάτο του ορίζοντα.
Μια αποικία απόκτησα στον ουρανό. Τις αφέγγαρες νύχτες μπορώ καθαρά να δω τη λάμψη της. Την ποτίζω συχνά –πόσο στοιχίζουν άλλωστε τα δάκρυα;– κεράκια στο χώμα ανάβω το Σάββατο των ψυχών τον φόβο να διώχνω μακριά.
Χ Ι Ο Ν Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Α Μ Α Τ Ι Α Μ Ο Υ
Χιονίζει στα μάτια μου κουρτίνες με πείσμα αρχέγονο ξύνω το πιάτο του ορίζοντα.